- Ὅλμους
- Ὅλμοςmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὅλμους — ὅλμος a round smooth stone masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OLMIA — melius HOLMIA, nrbs Ciliciae Trachiae, postea Seleucia dicta. Plin. l. 5. c. 27. Seleucia supra amnem Calycadmum Trachiotis cognomine, a mari relata, ubi vocabatur Holmia, Ὅλμους et Ὅλμην alii vocârunt. Steph. Ὅλμοι πόλις τραχείας Κιλικίας, ὅπου… … Hofmann J. Lexicon universale
Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… … Dictionary of Greek
βολή — Το σύνολο των αναγκαίων υπολογισμών και χειρισμών για να εκτελεστεί η σκόπευση και η εκπυρσοκρότηση των πυροβόλων όπλων, έτσι ώστε τα βλήματα να πετύχουν τον στόχο. Ανάλογα με τη θέση του όπλου και του στόχου έχουμε διάφορα είδη β. (π.χ. β.… … Dictionary of Greek
ολμοβόλο — το είδος πυροβόλου μεγάλης καμπύλης τροχιάς, που εκτοξεύει όλμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < όλμος + βόλο (< βάλλω), πρβλ. οβιδο βόλο. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Κ. Παπαρρηγόπουλο] … Dictionary of Greek
ολμοποιός — ὁλμοποιός, ὁ (Α) αυτός που κατασκευάζει όλμους, δηλ. γουδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅλμος + ποιός*] … Dictionary of Greek